- περιβρίθω
- περιβρίθω [pron. full] [ῑ], intr.,A to be exceeding heavy, droop, Nic.Al.180, Th. 851 ; bear a heavy crop, Arat.1049 ; πετάλοισι with leaves, Nic.Al. 143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβρίθω — ΜΑ είμαι εντελώς γεμάτος από κάτι, είμαι υπερπλήρης αρχ. είμαι πάρα πολύ βαρύς, σκύβω από το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek